Η κυρία Τύχη και ο κύριος Πλούτος ήταν αντρόγυνο. Ο κ. Πλούτος ήταν
ένας μικρόσωμος χοντρός άνθρωπος, με στρογγυλό κεφάλι από περουβιανό
χρυσάφι, με στρογγυλή κοιλιά από μεξικάνικο ασήμι, με χοντρές γάμπες από
σεγκοβιανό μπακίρι, με ποδήματα χάρτινα από το μεγάλο εργοστάσιο της
Μαδρίτης. Η κυρία Τύχη απεναντίας, ήτανε μια καπριτσιόζα, ελαφρόμυαλη,
άστατη και πεισματάρα γυναίκα, και κοντά στα άλλα, στραβή σαν τον
τυφλοπόντικα.
Λίγες
βδομάδες είχαν περάσει από το γάμο τους κι η οικογενειακή ειρήνη τους
πήγε περίπατο. Η γυναίκα ήθελε να δίνει διαταές και ο φαντασμένος και
φουσκωμένος σα γάλος κύριος Πλούτος δεν εδεχόταν διαταγές από τη γυναίκα
του.
Κι
επειδή ο καθένας από τους δυο ήθελε να επιβάλλεται και δεν υποχωρούσε
στον άλλον, συμφώνησαν επιτέλους να κάνουν μια δοκιμή, για να δούνε
ποιος από τους δυό είχε την υπεροχή.
-
Να, είπε μια μέρα η κ Τύχη στο σύζυγό της, βλέπεις εκείνον εκεί τον
φτωχό, που κάθεται στη ρίζα της ελιάς τόσο λυπημένος; ας δοκιμάσουμε να
δούμε ποιός απ' τους δυο μας θα μπορέσει να καλυτερέψει τη θέση του, εσύ
ή εγώ.
Ο Πλούτος έμεινε σύμφωνος κι αμέσως πρώτος πλησίασε το φτωχό.
- Ο Θεός μαζί σου! του είπε ο κ. Πλούτος. Γιατί κάθεσαι εδώ και δε δουλεύεις;
- Γιατί δεν βρίσκω δουλειά. Η τύχη μου με κυνηγάει τόσο πολύ, που το κάθε τι μου βγαίνει σε κακό.
- Εγώ θα σε βοηθήσω, είπε ο κ. Πλούτος και βγάζοντας από την τσέπη του επιδειχτικά ένα χρυσό νόμισμα, του το δίνει.
Ο
φτωχός νόμισε πως βλέπει όνειρο, και γρήγορα - γρήγορα, σαν άνεμος,
έτρεξε στον πρώτο φούρνο που βρήκε μπροστά του, ν' αγοράσει ψωμί. Μόλις
όμως έβαλε το χέρι του στην τσέπη, για να βγάλει το νόμισμα να
πληρώσει, δε βρήκε τίποτα, παρά μια τρύπα, απ' όπου είχε πέσει το
νόμισμα χωρίς καν να τον αποχαιρετήσει.
Ο
φτωχός απελπίστηκε κι άρχισε να ψάχνει, μα του κάκου. "Το αρνί που
είναι προορισμένο να το φάει ο λύκος, κανένας βοσκός δεν μπορεί να το
γλιτώσει", λέει η παροιμία. Μαζί με το νόμισμα έχασε και τον καιρό του
και την υπομονή του, κι άρχισε να καταριέται την τύχη του.
Η Τύχη έσκασε στα γέλια, μα ο κ. Πλούτος, που το πρόσωπό του έγινε από
το κακό του πιο κίτρινο απ' όσο ήτανε πρωτύτερα, δεν είπε λέξη, παρά
έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι έδωσε στο φτωχό ένα νέο νόμισμα. Ο
φτωχός, ξετρελαμένος από τη χαρά του, έτρεξε αμέσως σ' ένα εμπορικό για
ν' αγοράσει ύφασμα να ντύσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Μόλις
όμως έδωσε το νόμισμα για να πληρώσει, του λέει ο έμπορος πως το
νόμισμα αυτό είναι κίβδηλο και πως ο ίδιος θάναι σίγουρα παραχαράκτης
και θα τον καταγγείλει στο δικαστήριο. Ο φτωχός κοκκίνισε τόσο πολύ από
ντροπή και στενοχώρια, που θα μπορούσε κανένας να ψήσει κάστανα πάνω στο
πρόσωπο του. Έφυγε από κει γρήγορα και διηγήθηκε στον κ. Πλούτο, που
τον ξανασυνάντησε, το πάθημα του, ενώ τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι από τα
μάτια του.
Η κ. Τύχη δεν μπορούσε να κρατήσει τα γέλια της, ενώ ο κ. Πλούτος πήγε να σκάσει από το κακό του.
- Έχεις φίλε μου, πραγματική ατυχία, του είπε ο κ. Πλούτος.
Και δίνοντας του ακόμα δυο χιλιάδες χρυσά νομίσματα, που έβγαλε από την τσέπη του, πρόσθεσε:
- Μα εγώ ή θα σε σώσω ή θα παραδεχτώ πως έχασα τη δύναμή μου.
Ο
φτωχός πια αυτή τη φορά μόνο που δεν έχασε τα λογικά του. Απ' τη χαρά
του πετούσε. Μα όταν ξεμάκρυνε αρκετά, δυο λωποδύτες που τον
παρακολουθούσαν, χίμηξαν απάνω του και του πήραν τα χρήματα.
Τώρα
η κ. Τύχη άρχισε πια φανερά να κοροϊδεύει τον άντρα της για την
αποτυχία του, κι αυτός, απ' το θυμό του και την αγανάκτηση του, δεν
μπορούσε να βγάλει λέξη.
- Τώρα είναι η δική μου σειρά, είπε η κ. Τύχη, και θα δούμε ποιός μπορεί να καταφέρει περισσότερα.
Μ'
αυτά τα λόγια, πλησίασε το φτωχό, που είχε ξαπλωθεί καταγής
απελπισμένος και τραβώντας τα μαλλιά του. Τον φύσηξε μόνο και την ίδια
στιγμή βλέπει ο φτωχός εκεί κοντά του το χρυσό νόμισμα που είχε χάσει.
"Το κάτι είναι κάτι, είπε μέσα του, έτσι μπορώ να αγοράσω ψωμί για τα
παιδιά μου".
Μα
καθώς περνούσε από το εμπορικό, τον φώναξε ο έμπορος και του ζήτησε
συγνώμη. Νόμιζε πως το νόμισμα ήταν κίβδηλο, μα οι ειδικοί που το
είδανε, του είπαν οτι είναι γνήσιο, και το βάρος του είναι όσο πρέπει.
Του το ξανάδωσε λοιπόν και του χάρισε μαζί και το ύφασμα που είχε
ξεχωρίσει ν' αγοράσει.
Ο
φτωχός έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Πήρε το νόμισμα και το ύφασμα κι
έτρεξε καταχαρούμενος στο σπίτι του. Περνώντας όμως από την αγορά,
συνάντησε μια περίπολο από αστυφύλακες που είχαν πιάσει τους λωποδύτες.
Ο δικαστής - ένας δικαστής πού λίγοι υπάρχουν σαν αυτόν- του έδωσε τα
χρήματα που του άρπαξαν, χωρίς να του κρατήσει τίποτα, ούτε για τα έξοδα
ούτε για τίποτ' άλλο.
Ο
φτωχός θέλησε τότε να κρύψει τους παράδες του στη γη κι άρχισε να
σκάφτει. Δεν είχε σκάψει κιόλας ούτε τρεις πιθαμές και τι βρίσκει; Μια
μεγάλη φλέβα από χρυσάφι, μια φλέβα από ασήμι και μια φλέβα από σίδερο.
Ολόκληρο δηλαδή μεταλλείο. Σε λίγο ονομάστηκε Δον, έπειτα ευγενής και
τέλος εξοχώτατος.
Από τότε η κ. Τύχη έχει υποταγμένο τον άντρα της τον κ. Πλούτο και είναι περισσότερο από πρώτα τρελή, άσωτη και καπριτσιόζα.