Κωστής Παλαμάς

  Ο Κωστής Παλαμάς πάνω από μισόν αιώνα, κράτησε στην Ελληνική ποίηση τη θέση του μεγάλου δασκάλου. Επιβλήθηκε σαν οδηγός και σαν παράδειγμα στον κόσμο των διανοουμένων, επηρέασε τη σκέψη τους, απόκτησε φανατικούς οπαδούς και μιμητάς και αναγνωρίσθηκε σαν εθνικός μας ποιητής. 
  Ο Παλαμάς γεννήθηκε το 1859 στην Πάτρα από γονείς Μεσολογγίτες, αλλά εφτά χρονών έμεινε οφανός από μητέρα. Ο πατέρας του, που ήταν στην Πάτρα δικαστής, απολύεται από τη θέση του. Τότε παίρνει τα τρία ορφανα και πηγαίνει στο Μεσολόγγι για να εργαστεί ως δικηγόρος. 
  Από τότε ο μικρός Κωστής απόκτησε, καθώς μας λέει, δυο πατρίδες. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια ξένοιαστα και αγάπησε τόσο πολύ στα τραγούδια του την καινούργια του πατρίδα, το Μεσολόγγι, που την τραγουδά σε πλήθος ποιήματά του:


Τα πρώτα μου χρόνια τ΄αξέχαστα τάζησα
κοντά στ' ακρογιάλι, 
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη, 
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη. 


  Ο Κωστής Παλαμάς άρχισε να γράφει στίχους από πολύ μικρός. Η πρώτη φορά που εμφανίστηκε δημόσια ο νεαρός ποιητής ήταν σε μιαν επέτειο της εξόδου του Μεσολογγίου. Σε ηλικία 16 χρόνων δημοσίευσε τους πρώτους του στίχους και είκοσι χρόνων πιά, είχε γράψει ποιήματα, πεζά, πολιτικά άρθρα και ζούσε από τη δημοσιογραφία. Ο Παλαμάς ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, στη Νομική Σχολή, αλλά η ποιητική του ιδιοφυία τον έκαιγε, και αφοσιώθηκε ολόκληρος στη λογοτεχνία. 
  Στα 1886 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογη: "Τα τραγούδια της πατρίδας μου". Στα 1888 παντρεύτηκε την αρχοντοπούλα πατριώτισσα του Μαρία Βάλβη, έζησε μαζί της αγαπημένα ως το τέλος της ζωής του και απόκτησε τρία παιδιά. Έπλεε σε πραγματική ευτυχία ο Παλαμάς και ήταν γεμάτος από στοργή για τα παιδιά του. Όμως σε λίγο καιρό γνωρίζει τον αβάσταχτο πόνο. Χάνει το τρίτο του παιδί, τον αγαπημένο του Άλκη και γράφει συγκινητικούς στίχους για το χαμό του στο περίφημο βιβλίο του το "Ο Τάφος", που συνέχεια του είναι το ποίημα "Ο πρώτος λόγος των παραδείσων":


Άφκιαστο κι αστόλιστο 
του Χάρου δεν σε δίνω. 
Στάσου με τ'ανθόνερο 
την όψη σου να πλύνω...
Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσά τα χτένια
πάρτε απ' τη μανούλα σας, 
μαλλάκια μεταξένια. 
Μήπως και του Χάροντα, 
καθώς θα σε κοιτάξει, 
του φανείς αχάιδευτο
και σε παραπετάξει. 



  Στα 1917 ο Παλαμάς διορίστηκε Γενικός Γραμματεύς του Πανεπιστημιου, και σ' αυτή τη θέση έμεινε ως τα 1927. Δεν έπαψε όμως ούτε στιγμή να γράφει. τυπωσε πολλές ποιητικές συλλογές. Οι περιφημότερες απ' αυτές είναι: "Η Ασάλευτη Ζωή", "Η Φλογέρα του Βασιλιά", "Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου", "Ίαμβοι και Ανάπαιστοι", "Βωμοί", "Η  Πολιτεία κι η Μοναξιά", "Τα Παθητικά Κρυφομιλήματα" και άλλα. Ως τα βαθιά του γεράματα ο Παλαμάς έγραφε. Δημοσίευσε εκατοντάδες βαθυστόχαστα κριτικά άρθρα. Έγραψε ένα εξαίρετο θεατρικό έργο, την "Τρισεύγενη", που παίχθηκε και στο Εθνικό μας Θέατρο καθώς και το θαυμάσιο διήγημα "Θάνατος παλικαριού". 
  Με τους στίχους του ο Παλαμάς έβασε τέλος στη λεγόμενη ρομαντική σχολή και οδήγησε την ποίηση σε ευρύτερους ορίζοντες και σε πλουσιότερους ψυχικούς κόσμους. 
Στα ποιήματά του τραγουδάει την ομορφιά της ελληνικής φύσης, την αιωνιότητα της ελληνική φυλής, την Ελλάδα. Την ελλάδα σαν τοπία, την Ελλάδα σαν πνεύμα και σαν όραμα, την Ελλάδα σαν θρύλο και σαν οστορία, πάντοτε την Ελλάδα. 
  Ο Παλαμάς παίρνει πολλά θέματα του από τις λαϊκές μας παραδόσεις. Αντί της ψυχρής καθαρεύουσας, στην οποίαν έγραφαν τα στιχουργήματά τους οι ποιηταί της ρομαντικής σχολής, δουλεύει με πάθος τη δημοτική μας γλώσσα και ανοίγει νέο δρόμο στην ποίηση και γενικά στη λογοτεχνία, έχοντας για παράδειγμά του τον Σολωμό. Έτσι έγινε ο φωτεινός οδηγός για τους νέους. Όλο το έργο του Κωστή Παλαμά φωτίζεται από τη δημιουργική του σκέψη και το βαθύ στοχαστικό του βλέμμα, τον πλούτο της φαντασίας του και τη θαυμαστή δύναμη του λυρικού του αισθήματος. 
Για το έργο του Παλαμά έχουν γραφεί άπειρα κριτικά αρθρα, ακόμα και ολόκληρα βιβλία. Επήρε από τους πρώτους το Εθνικόν Αριστείο Γραμμάτων και τεχνών. Μόλις ιδρύθηκε η Ακαδημία Αθηνών ο Παλαμάς έγινε μέλος της και αργότερα, στα 1930 και πρόεδρος της. 
  Στα χρόνια της κατοχής ο ελληνολάτρης ποιητής είχε γίναι πια εθνικό σύμβολο και όταν στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 πέθανε, ο θάνατος του έδωσε αφορμή στους σκλαβωμένους τότε Έλληνες να εκδηλώσουν μ'έναν τρόπο συγκλονιστικό τον πατριωτισμό τους. Αλησμόνητη θα μείνει η μέρα της κηδεία του. Πριν κατεβάσουν τον ποιητή στον φρεσκοανοιγμένο του τάφο, χέρι ευλαβικά κράτησαν ψηλά το φέρετρό του και χιλιάδες κόσμος, άνθρωποι των Γραμμάτων, της Τέχνης, της Επιστήμης, κι ακόμη, ταπεινοί άνθρωποι του λαού που δεν είχαν καμιά σχέση με τα γράμματα, γονατιστοί, τραγούδησαν επιβλητικά, αγέρχωα και περήφανα τον Εθνικό μας Ύμνο, μπρς στα μάτια των κατακτητών, αποδίδοντας έτσι την υψηλότερη τιμή στον μεγάλο έλληνα, που αναχωρούσε πια για τον κόσμο της αιωνιότητας. 
  Το έργο του Παλαμά αντιπροσωπεύει ολόκληρη την εποχή του και κρατά μια ολοσδιόλου εξέχουσα θέση μέσα στη νεοελληνική ποίηση. Η φήμη του έφθασε ως τον έξω κόσμο κα πολλά έργα του ποιητή έχουν μεταγραστεί σε ξένες γλωσσες και εκτιμήθηκαν από διακεκριμένους Ευρωπαίους κριτικούς και διανοούμενους. 
  Ο Παλαμάς αγάπησε πολύ τους νέους και στα νιάτα στήριξε όλες του τις ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον του ελληνισμού. Στα ελληνόπουλα έβλεπε την ανανέωση της φυλής μας και καμάρωνε τις καινούριες γενιές που έρχονταν στη ζωή, πιστεύοντας οτι αυτές θα είναι πάντα καλύτερες από τις προηγούμενες. 

Ώ νέοι, ώ πρωτοξύπνητοι στο φως, χαρές του Απρίλη. 
Από του πράσινους κορμούς γίνοντ' οι άσπροι στύλοι
Στη χώρα εσείς οι λειτορυργοί και οι λατρευτάδες είστε
Δε φτάνει! Εμπρός! για τους θεούς ώ νέοι, και πολεμείστε!

  Και ο Παλαμάς εννοούσε τους ελληνικούς θεούς, την Αρετή, την Ομορφιά, τη Φύση και το Πνεύμα. 
  Διάβασε μερικά από τα ποιήματα του Παλαμά: 

Εν' άνθος
Εγώ είμαι τ' άνθος το παρθένο
και το κρυφό. 
Από τον κόσμο μακρυσμένο, 
το φως ρουφώ. 

Κι ανθώ και χαίρομαι τα κάλλη
που έχει η ζωή
μακριά από τα πλήθη κι από τη ζάλη
κι απ' τη βοή. 

Κι από του κάμπου τ' άνθη τα άλλα
στέκω μακριά, 
δειλό, λιγόζωο, μια στάλα
μες στη σκιά.

Μες στη σκιά που ρίχνει εμπρός μου
μια πέτρα απλή, 
ξεχνώ την ψεύτικη του κόσμου
φεγγοβολή. 

Κι αγνώριστο, κι αχνό, μια στάλα, 
ζω ταιριαστά
με τα λαμπρά, με τα μεγάλα, 
με τ' ακουστά.


Ρόδου μοσκοβόλημα

Εφέτος άγρια μ' έδειρεν η βαρυχειμωνιά
που μ' έπιασε χωρίς φωτιά και μ'ήβρε χωρίς νιάτα, 
κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά
στη χιονισμένη στράτα. 

Μα χτες, καθώς με θάρρεψε το γέλιο του Μαρτιού
και τράβηξα να ξαναβρώ τ' αρχαία τα μονοπάτια, 
στο πρώτο μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρινού
μου δάκρυσαν τα μάτια. 


Οι πατέρες

Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις, 
όπως το βρείς κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις. 
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρια, 
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γή του, 
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις, 
και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας
κι αν αγαπάς τ' ανθρωπινά κι όσα άρρωστα δεν είναι, 
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά να φύγουν, 
και τη ζωντάνια σπείρε του μ' όσα γερά, δροσάτα. 
... 

Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι

Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι
στη μοναξιά και στη σιωπή. 
Ξέρω μια πράσινη ραχούλα...
Δε θα το χτίσω εκεί.

Ξέρω στη χώρα τη μεγάλη
τον πλούσιο δρόμο τον πλατύ, 
με τα παλάτια και τους κήπους...
Δε θα το χτίσω εκεί. 

Ξέρω το πρόσχαρο ακρογιάλι,
όλο το κύμα το φιλεί,
κρινόσπαρτη είναι η αμμουδιά του...
Δε θα το χτίσω εκεί.

Ατέλειωτη τραβάει μια στράτα
σκίζει μια χέρσα απλοχωριά, 
σκληρά τη δέρνει το αγριοκαίρι
κι ο λίβας τη χτυπά. 

Μια στράτα χιλιοπατημένη, 
τον καβαλάρη νηστικό
τον πεζοδρόμο διψασμένο
θάφτει στον κουρνιαχτό.

Εκεί το σπίτι μου θα χτίσω
με μια βρυσούλα στην αυλή, 
πάντα η γωνιά του θα καπνίζει
κι η θύρα του θαν' ανοιχτή.