Βιζυηνός Γεώργιος




   Ένα μικρό παραμύθι είναι η ζωή του Γεωργίου Βιζυηνού, του ποιητή που έγραψε χίλια δυό ωραία ποιήματα για τα παιδιά.
    Γεννήθηκε στα 1848 στην Βιζύη της Θράκης από πολύ φτωχούς γονείς. Δέκα χρονών ορφάνεψε από πατέρα, και επειδή η μητέρα του δεν μπορούσε να τον μεγαλώσει τον έστειλε στην Πόλη, σ’ένα θείο του ράφτη, να του μάθει την τέχνη του, για να κερδίζει το ψωμί του. Ο μικρός Βιζυηνός δούλευε όλη την εβδομάδα στο ραφτάδικο και η μόνη του χαρά ήταν, όταν ερχόταν η Κυριακή και πήγαινε στην εκκλησία να ψάλει. Δυό χρόνια έζησε κοντά στο θείο του, μα ένα πρωί βρέθηκε πάλι έρημος, γιατί ο μόνος του συγγενής που είχε στην ξενιτειά, πέθανε.  Απελπισμένος, ο μικρός και άγνωστος, γιατί κανείς δεν ήξερε το επίθετό του και όλοι τον φώναζαν Βιζυηνό από το όνομα του χωριού του, έμεινε σαν το έρημο πουλί, ώσπου τέλος ένας πατριώτης του τον λυπήθηκε και τον έστειλε στην Κύπρο, σ’έναν Μητροπολίτη φίλο του, γα νίνει καλογεροπαίδι. Στο περιβάλλον εκείνο ο μικρός ορφανός άρχισε να νιώθει κάποια χαρά. Φόρεσε ράσο, γράφτηκε στο Ελληνικό Σχολείο και σιγά-σιγά κέριδζε το ψωμί του. Τέσσερα χρόνια έμεινε κοντά στον Μητροπολίτη και μια μέρα, που βρέθηκε πάλι στην Κωνσταντινούποληυ, η τύχη του χαμογέλασε. Τον πήρε υπό την προστασία ου ο ποιητής Τανταλίδης και τον εσπούδασε στη Σχολή της Χάλκης. Εκεί ο Βιζυηνός ξαναβρήκε τον εαυτό του. Το ποιητικό του ταλέντο ξεπήδησε σαν καθάριο κρυστάλλινο νερό και οι στίχοι του έδειξαν από την αρχή τον ξεχωριστό ποιητή. Τον έστειλαν λοιπόν στην Αθήνα. Εδώ σπούδσασε φιλολογία και ύστερα από ένα χρόνο φεύγει για τη Γερμανία για ανώτερες σπουδές. Φεύγονταςο από κεί, πηγαίνει στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Εκεί έγραψε θαυμάσια διηγήματα, μετέφρασε τα ποιήματά του κι ετύπωσε τις ποιητικές του συλλογές. Μια μέρα μαθαίνει τον θάνατο του προστάτη του Ζαρίφη, γυρίζει στην Αθήνα, όπου οι απογοητεύσεις και οι ταλαιπωρίες κλονίζουν την υγεία του, η φτώχεια τον καταβάλει και τέλος μια τρομερή αρρώστια τον κάνει να χάσει το λογικό του. Κλείνεται στυ ψυχιατρείο, αλλά και εκεί, άρρωστος, πολλές φορές ξαναβρίσκει για λίγο την πνευματική του ισορροπία και γράφει ωραίους στίχους. Μετά τέσσερα όμως χρόνια, τον Απρίλιο του 1896, ο λαμπρός ποιητής και πρώτος δημιουργός του ελληνικού διηγήματος πέθανε έρημος, μακριά από την πατρίδα του και τη γριά μητέρα του, που τυφλή και έρημη, γύριζε στους δρόμους και γύρευε από τους διαβάτες τον μικρό της Γιώργο.  Ο Βιζυηνός άνοιξε καινούργιους δρόμους στην ποίηση και στην πεζογραφία του καιρού του. Τα έργα του ξεχωρίζουν για το αληθινό τους αίσθημα και την ζωηρή τους έκφραση. Τα παιδικά ποιήματα του Βιζυηνού είναι απλά και τρυφερά σαν την παιδιάστικη ψυχή, που τόσο αγάπησε ο ποιητής.
  Διάβασε το παρακάτω ποιηματάκι του:

Φθινόπωρο


Ο βοριάς στην εξοχή
άγρια άγρια σφυρίζει
κρύα και ψιλή βροχή
τα παράθυρα ραντίζει.

Πούναι τα φαιδρά πουλιά
που λαλούσαν στα κλαδάκια;
Πάνε τ’ άνθη στη μηλιά,
στους αγρούς τα λουλουδάκια.

Τα πουλιά τα φτερωτά
επετάξαν σ’ άλλη χώρα,
πόχει λούλουδα ανοιχτά
κι έχει καλοκαίρι τώρα.

Τα λουλούδια τ’ ανθηρά
κλείσαν τα γλυκά τους μάτια
και κοιμούνται στη σειρά
στ’ άσκεπα της γης κρεβάτια.

Να τα δεί να λυπηθεί
ο Θεός που τάχει πλασει,
τον Χειμώνα που θαρθεί
και του πεί να τα σκεπάσει.

Κι ο Χειμώνας, μιαν αυγή,
με τα γένια τα χιονάτα,
θα τα κρύψει με στοργή
μες στην άσπρη του φλοκάτα

Μην τους βλάψει τα κλωνιά
το φαρμακερό το αγέρι,
μην τα κάψει η παγωνιά,
ως ναρθεί το καλοκαίρι.