Οι δώδεκα μήνες (Παραμύθι)



Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά και ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και βασανιζόταν πολύ να θρέψη τα παιδιά της. Πήγαινε λοιπον από πόρτα σε πόρτα και τρόμαζε να βρεί να της δώσουν ένα ξεροκόμματο για να μοιράσει στα παιδιά της. Ένα βράδυ αφού φάγανε, τα έβαλε και πλαγιάσανε. Κι αυτή απάνω στα μεσάνυχτα παίρνει τα μάτια της και φεύγει.
Κει που πήγαινε στην έρημο τη νύχτα, βλέπει σ’ένα ψήλωμα ένα φως. Όταν πήγε κοντά, είδε πως ήταν τέντα και στη μέση της τέντας κρεμότανε ένας μεγάλος πολυέλαιος με δώδεκα λαμπάδες, κι είδε ακόμα και καθόντανε δώδεκα παλικάρια. Δεξιά καθόντανε τρία παλικάρια κι είχαν τα στήθια τους ανοιχτά και στα χέρια τους βαστούσαν τρυφερά χορτάρια κι άνθια από τα δέντρα.

Παρακάτω από αυτά τα παλικάρια καθόντανε άλλα τρια κι ήταν ανασκουμπωμένα ως τους αγκώνες και χωρίς επανωφόρι και βαστούσαν στα χέρια τους στάχυα ξερά. 
Παρακάτω καθόντανε άλλα τρία παλικάρια και βαστούσαν στο χέρι τους από ένα τσαμπί σταφύλι.
Παρακάτω κανόντανε και άλλα τρία παλικάρια παραμαζωμένα και φορούσαν από μια γούνα μακριά από το λαιμό ως κάτω από τα γόνατα.
Άμα την είδαν τα παλικάρια τη γυναίκα είπαν:
 - Καλό στη θείτσα, κάθισε.
Κι η γυναίκα, αφού τα χαιρέτησε, κάθισε. Κι αφού κάθισε τη ρωτήσανε πως ήταν και πήγε σε κείνα τα μέρη. Κι η καημένη η χήρα αφηγήθηκε την κατάστασήη της και τα βάσανά της κι επιδή τα παλικάρια καταλάβανε πως πεινά η φτωχιά, σηκώθηκεν ένας από κείνους που φορούσαν τις γούνες και της έβαλε τραπέζι κι έφαγε, κι είδε πως ήταν κουτσός.
Αφού έφαγε η γυναίκα και χόρτασε, αρχίσανε τα παλικάρια να την ρωτούν για λογής πράγματα της χώρας κι η γυναίκα αποκρινότανε ό,τι ήξερε. Στα υστερνά της λένε τα τρία τα παλικάρια, που είχαν τα στήθια τους ανοιχτά:
- Ε θείτσα, πως περνάτε με τους μήνες του χρόνου; Πως σας φαίνεται ο Μάρτης, ο Απρίλης κι ο Μάης;
- Καλά περνούμε παιδιά μου, αποκρίθηκεν η χήρα, και μάλιστα αφού έρθουν αυτοί οι μήνες, πρασινίζουν τα βουνά και οι κάμποι και στολίζεται η γης με λογιών λογιών λουλούδια και βγαίνει μια μοσκοβολάδα, που ανασταίνεται ο άνθρωπος. Αρχίζουν και κελαηδούν όλα τα πουλιά. Βλέπουν οι ζευγίτες τα χωράφια τους πράσινα και χαίρεται η καρδιά τους, κι ετοιμάζουν τις αποθήκες τους. Ώστε δεν έχουμε τίποτα ναπαραπονεθούμε για το Μάρτη, Απρίλη και Μάη, γιατί ρίχνει ο Θεός φωτιά και μας καίει για την αχαριστία μας.
Ύστερα της είπαν τα άλλα τα τρία παλικάρια, που ήταν ανασκουμπωμένα και βαστούσαν στάχυα:
- Εμ οΘεριστής, ο Αλωνιστής κι ο Αύγουστος πως σας φαίνονται; Κι η φτωχιά αποκρίθηκε:
- Και γι’αυτούς τους μήνες δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε, γιατί με τη ζέστα που κάνουν, ωριμάζουν τα γεννήματα και όλα τα οπωρικά. Τότε θερίζουν οι ζευγίτες τα σπαρτά τους κι οι περιβολαρέοι συμμαζεύουν τα οπωρικά τους.  Και μάλιστα οι φτωχοί είναι πολύ ευχαριστημένοι απ’αυτούς τους μήνες, γιατί δεν χρειάζονται πολλά και ακριβά ρούχα.
Ύστερα τη ρωτήσανε τ’άλλα τα τρί τα παλικάρια, που βαστούσαν τα σταφύλια:
- Με τους μήνες Σταυρό, Αηδημητριάτη και Νοέβρη πως τα πάτε;
-Αυτούς τους μήνες, αποκρίθηκεν η γυναίκα, μαζεύουν οι άνθρωποι τα σταφύλια και τα κάνουν κρασί. Έπειτα οι μήνες αυτοί μας δίνουν είδηση πως έρχεται ο χειμώνας και φροντίζουν οι άνθρωποι για ξύλα, για κάρβουνα και για βαριά φορέματα , για να ζεσταίνονται.
Ύστερα τη ρωτήσανε και τα παλικάρια, που είχαν τις γούνες:
- Εμ, με τους μήνες Δεκέμβρη, Γενάρη και Φλεβάρη πως περνάτε;
- Α, αυτοί οι μήνες πολύ μας αγαπούν, είπεν η φτωχιά κι εμείς πολύ τους αγαπούμε. Μα θα ρωτήσετε γιατι; Να, γιατί , επειδής οι άνθρωποι είναι φυσικά αχόρταγοι και θέλουν να δουλεύουν ολοχρονής, για να κερδίζουν πολλά, έρχουνται αυτοί οι μήνες του χειμώνα και μας περιμαζώνουν τριγύρω στη γωνιά και μας ξεκουράζουν απ’ τις δουλειές του καλοκαιριού. Τους αγαπούν και οι άνθρωποι, γιατί με τις βροχές τους και με τα χιόνια τους μεγαλώνουν όλα τα σπαρτά και όλα τα χορτάρια. Ώστε παιδιά μου, όλοι οι μήνες καλοί κι άξιοι είναι και κάνουν κάθε ένας τη δουλειά του, που τον πρόσταξεν ο Θεός. Εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε καλοί.
Τότε τα έντεκα παλικάρια γνέψανε στον πρώτο από κείνους που βαστούσαν τα σταφύλια και βγήκεν έξω και σε λίγο ήρθε πάλι μέσα βαστούσε στα χέρια του μια λαγήνα ταπωμένη και την έδωκε στη γυναίκα και της είπαν:
- Άιντε τώρα, θείτσα, πάρε αυτήν την λαγήνα και πάγαινε στο σπίτι σου να ζήσεις με τα παιδιά σου.
Φορτώθηκε τη λαγήνα η γυναίκα με χαρά και είπε στα παλικάρια:
-Πολλά τα έτη σας, παιδιά μου.
-Ώρα καλή σου, θείτσα, της αποκρίθηκαν κι έφυγε.
Και ίσια ίσια την ώρα που χάραζε, ήρθε κι αυτή στο σπίτι της και ηύρε τα παιδιά της ακόμα και κοιμόντανε. Κι άπλωσε το σεντόνι κι άδειασε τη λαγήνα κι είδε πως ήταν γεμάτη φλουριά και κόντεψε να τα χάσει από τη χαρά της.
Αφού έφεξε καλά, πήγε στο φούρνο της αγοράς κι αγόρασε πεντ’ έξι ψωμιά και καμιάν οκά τυρί και ξύπνησε τα παιδιά της, τα ένιψε, τα συγύρισε, τάβαλε κι είπαν την προσευχή τους κι ύστερα τους έδωσε ψωμί και τυρί και φάγανε τα καημένα και χορτάσανε καλά.
Έτσι η φτωχιά με την αγαθή της την καρδιά και με την γλυκιά της γλώσσα αρχόντυνε και γίνηκε μεγάλη κυρά και πρόκοψε κι αυτή και τα παιδιά της.
Να, αυτό είναι που λένε, «καλά υστερνά».