Καβάλει πάει ο Χάροντας
το Διγενή στον Άδη
κι άλλους μαζί...κλαίει δέρνεται
τ' ανθρώπινο κοπάδι
και τους κρατεί στου αλόγου του
δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο,
της ομορφιάς την πούλια.
Και σα να μην τον πάτησε
του Χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κοιτάει τον καβαλάρη.
Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα,
δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ' άγγιξες, και δε μ' ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια.
Ειμ' εγώ η ακατάλυτη
ψυχή των Σαλαμίνων.
Στην Εφτάλοφη έφερα
το σπαθί των Ελλήνων.
Δε χάνομαι στα Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω.
Έτσι τραγουδάει στο περίφημο ποίημά του ο Παλαμάς τον Διγενή Ακρίτα.
Η ζωή του Διγενή Ακρίτα είναι ένα τραγούδι λεβεντιάς και ανδρείας. Βασίλης Διγενής Ακρίτας ήταν το πραγματικό του όνομα. Στα 1875 ο ιστορικός Σάθας δημοσίευσε ένα μεσαιωνικό έπος, του 1200 ίσως, με τη ζωή και τα κατορθώματα του Διγενή.
Ο παπούς του Διγενή ήταν ο Ανδρόνικος Δούκας, που είχε πέντε γιους και μια μονάκριβη θυγατέρα, την Ειρήνη. Επειδή όμως φοβόταν μήπως του την κλέψουν την είχε πάντα κλειδωμένη στο κάστρο. Μια μέρα που η κόρη βγήκε από το κάστρο, την άρπαξε ο εμίρης της Συρίας Μουσούρ. Τα πέντε αδέρφια της Ειρήνης τον κυνήγησαν και αυτός για να την παντρευτεί έγινε χριστιανός. Από τον εμίρη και την Ειρήνη γεννήθηκε ο Βασίλης, ο Ακρίτας, που λεγόταν Διγενής, γιατί ήταν από δυό γενιές, από πατέρα Σαρακηνό και από μάνα Ελληνίδα.
Τρία χρόνια πηγε στο σχολείο ο Βασίλης, όπως πήγαιναν τότε όλοι οι ακρίτες και δώδεκα χρονών βγήκε στο κυνήγι και σκότωσε αρκούδες και λιοντάρια. Και πάντα μαζί με τ' άρματα του έπαιρνε και το λαούτο του. Μεγάλωνε και θέριευε ο Διγενής και κυνηγούσε φίδια και λέαινες, πολεμούσε κορμί με κορμί τους Σαρακηνούς, σκότωνε λιοντάρια και δράκους και πάλεψε ακόμα με την ανίκητη αμαζόνα τη Μαξιμώ και την ενίκησε.
Τόσο παλικάρι ήταν ο Διγενής, που στο τέλος πολεμάει με τον ίδιο τον Χάρο σε μαρμαρένιο αλώνι, όπως μας λέει το τραγούδι, αλλά ο λεβέντης νικιέται στο τέλος και πεθαίνει. Τα 300 παλικάρια του, οι ανδρειωμένοι του, οι άγουροι όπως τους λέει το τραγούδι, τον παραστέκουν μαζί με την αγαπημένη του γυναίκα την Ευδοκία.
Τόσο παλικάρι ήταν ο Διγενής, που στο τέλος πολεμάει με τον ίδιο τον Χάρο σε μαρμαρένιο αλώνι, όπως μας λέει το τραγούδι, αλλά ο λεβέντης νικιέται στο τέλος και πεθαίνει. Τα 300 παλικάρια του, οι ανδρειωμένοι του, οι άγουροι όπως τους λέει το τραγούδι, τον παραστέκουν μαζί με την αγαπημένη του γυναίκα την Ευδοκία.
Τριακόσιοι έμορφοι και κόκκινα φορούσαν,
βαστούν σπαθιά ολοψηφωτά και στέκουν έμπροσθέν του,
τους είχε πάντα φύλακας εις τας στενάς κλεισούρας
και εφύλαττεν την Ρωμανίαν από τα βάρβαρα έθνη.
Τον Διγενή Ακρίτα, τον ήρωα του μεσαιωνικού Ελληνισμού, που έζησε στον 10ον αιώνα κοντά στις χώρες του Ευφράτη, τον κλαίνε με λεβέντικα τραγούδια σαν κι αυτό:
Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γής τονέ τρομάζει,
βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σιέτ' ο απάνω κόσμος
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια
και η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τονέ σκεπάσει,
πως θα σκεπάσει τον αητό, της γης τον αντρειωμένο.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα,
χαράκι αμαδολόγαγε και ριζιμιά ξεκούνειε.
Στο βίτσισμά 'πιανε πουλιά, στο πέταγμα γεράκια,
στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ' αγρίμια
Ζηλεύει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τονέ βιγλίζει
και λάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.
Λίγες ώρες μετά τον θάνατο του Ακρίτα, πέθανε και η γυναίκα του Ευδοκία γιατί δεν μπόρεσε να βαστάξει τον πόνο της. Ο διγενής Ακρίτας δεν είναι μόνο ένας ήρωας. είναι ο αντρειωμένος, ο υπερφυσικός άνθρωπος που μπροστά του δεν μπορεί τίποτα ν' αντισταθεί.
Ο Διγενής Ακρίτας είναι το ίδιο το Βυζαντινό κράτος, είναι το ακατάλυτο πνεύμα των Ελλήνων, που κανένας βάρβαρος δεν μπορεί να το πνίξει.