H μάχη στίς Πλαταιές (από την ιστορία του Ηρόδοτου)

   Στέλνοντας τό στόλο στον Ελλήσποντο, είχε σκοπό ό Ξέρξης νά βρή ευκαιρία νά φύγη κι αυτός. Τώρα έβρισκε πώς ήτανε πιο χρήσιμος στον τόπο του και πώς είχε σπουδαίες υποθέσεις του κράτους πού τον περίμεναν νά τις τακτοποιήση. Ντρεπότανε όμως νά τό πή. Ο Μαρδόνιος καταλάβαινε τη σκέψη του καλύτερα άπ όλους. Και μπήκε στή μέση γιά ν άνοιξη μιά διέξοδο γιά τό φοβισμένο τον Ξέρξη.

Ο Ξέρξης με την ακολουθία του
— Μερικοί άπ τούς λαούς σου, βασιλιά μου, φάνηκαν δειλοί στή Σαλαμίνα. Μά δεν είναι και νά φοβόμαστε. Τό κακό είναι οτι φέραμε μαζί μας πάρα πολύ στρατό και δεν μπορoύμε νά τον βολέψουμε. Δε μας χρειάζονται δά τόσοι πολλοί. Γι΄ αντό νομίζω, πώς τό καλύτερο είναι νά πάρης τον περισσότερο στρατό και νά γνυρίσης πίσω στήν Περσία. Εμένα θά μου δώσης τριακόσιες χιλιάδες διαλεχτούς άντρες και θά μ’ άφήσης εδώ λίγους μήνες ακόμα. Σου ύπόσχομαι νά σου υποδουλώσω τήν Ελλάδα ολόκληρη και νά σου στείλω τά ευχάριστα νέα πού θά σέ δοξάσουν στά Σούσα. Εσύ, μιά φορά, πέτυχες αυτό πού ήθελες. Τιμώρησες τήν Αθήνα. Τ’ άλλα τώρα είναι δική μου δουλειά. Δεν άξίζει νά καταπιάνεσαι τον λόγου σου, ένας βασιλιάς, μ’ αυτά.


    Αλλο πού δεν ήθελε ό Ξέρξης. Επιτέλους, ό Μαρδόνιος είχε φαγωθή νά γίνη αυτή ή εκστρατεία. Ας κάτση νά τά βγάλη μόνος τον πέρα. Κι άν δεν τά κατάφερνε, τότε αυτός θά είχε όλη τήν ευθύνη. Είχε ράματα γιά τή γούνα του.
   Σαράντα μέρες εκαμε ό Ξέρξης νά φτάση στον Ελλήσποντο. Εφευγε και, καθώς προχωρούσε, οι φόβοι του όλο και μεγάλωναν και τον κυνηγούσαν.
    Δεν έπρεπε νά λάβουν καιρό οι "Ελληνες νά συνεννοηθούν μεταξύ τους και νά του φράξουν το δρόμο.
Ό στρατός πού τον ακολουθούσε υπόφερε πολύ από τη βιαστική αυτή πορεία, είχε αρχίσει κιόλας νά χειμωνιάζη. Επρεπε νά περάσουν βουνά και ποτάμια.
Το ηθικό τού στρατού ήταν άθλιο και οι αξιωματικοί δεν ξέρανε τι τούς περιμένει στο δρόμο. Άλλα ούτε και τί τούς περίμενε όταν θά γύριζαν στήν πατρίδα τους, το ξέρανε. Οι τροφές είχαν τελειώσει και ή πείνα τούς θέριζε. 'Απ' όπου περνούσανε άρπαζαν τή σοδειά και τούς καρπούς. Μά πού νά χορτάσουν χιλιάδες και χιλιάδες στόματα! Ο τόπος ερημωνόταν και οι κάτοικοι αγανακτούσαν. Μά ή πείνα τούς εβίαζε. Οπου δε βρίσκανε καρπούς τρώγανε το χορταράκι της γης. Κι όταν σωνότανε κι αυτό, τρώγανε τις φλούδες άπ' τα δέντρα. Δεν άφηναν τίποτα.
   Σε λίγο έπεσε αρρώστια και θανατικό, ή δυσεντερία τούς θέριζε. Ο Ξέρξης όμως βιαζότανε νά γυρίση. Ξέκοβε λοιπόν τούς άρρώστους και τούς άφηνε πίσω σέ ξένους τόπους, σ' εχθρικές χώρες. Ετσι, σκόρπισε το μεγαλύτερο μέρος τού στρατού του στή Ρούμελη, στή Θεσσαλία, στή Μακεδονία. Δεν τον εμελε γι’ αυτούς τί θ' άπογίνονν. Γιά ένα τον εμελε μόνον : "Αχ ! και νά μπορούσε νά κάμη φτερά, νά φτάση μιά ώρα πιο μπροστά.
  Εδωσε ό θεός και φτάσανε. Εφτασε, δηλαδή, ό Ξέρξης με λίγο στρατό πού είχε άπομείνει. Μά λαχτάρα του, ή γέφυρα ήταν χαλασμένη άπ' τήν τρικυμία. Γιά καλή του τύχη, τον περίμεναν τά δικά του πλοία και τον πέρασαν στήν Ασία. Ο στρατός ας τά βόλευε όπως μπορούσε. Τώρα ήταν και πάλι στο βασίλειό του. Αυτό τού ήταν αρκετό. Ούτε ήθελε νά συλλογίζεται όλ' αυτά πού είχαν γίνει. Ήταν ενα όνειρο κακό και δε θέλει νά το θυμάται. Πώς είχε ξεκινήσει όμως, και πώς γύριζε !
  Ό Μαρδόνιος με τριακόσες χιλιάδες στρατό έμεινε στήν Ελλάδα. Είχε μπή ό χειμώνας και μή μπορώντας νά θρέψη το στρατό στήν έρημη Αττική, τον έφερε νά ξεχειμωνιάση στή Θεσσαλία. Ολο το χειμώνα κάθισε ήσυχος. Αμα ήρθε ή άνοιξη, έστειλε άντιπρόσωπό του στούς Αθηναίους γιά νά προσπαθήση νά τούς πάρη με το μέρος τον. Το μάθανε οι Πελοποννήσιοι κι ανησύχησαν. Αν έχαναν τούς Αθηναίους και το στόλο τους, άδυνάτιζαν πολύ.

Και οι Αθηναίοι άπάντησαν περήφανα στον αποσταλμένο τού Ξέρξη:
«Το ξέρουμε, πώς ή δύναμη σας, Πέρσες, είναι μεγάλη, μά έλα πού εμείς αγαπάμε τήν ελευθερία μας και θά τήν υπερασπίσουμε όσο μπορούμε πιό καλά. Χαμένα τά λόγια σας. Πέστε στον Ξέρξη, πώς όσο ό ήλιος τραβάει τον ίδιο δρόμο του άπ' ανατολή σέ
δύση, συμβιβασμός μαζί του δε θά γίνη! Κρεμασμένες οί ελπίδες μας στούς θεούς μας, πού εκείνος έκαψε τούς ναούς τους και τσάκισε τ' άγάλματά τους, κι αυτοί διψούν εκδίκηση!
»Μά έσεϊς πάλι, οί Σπαρτιάτες, γιατί νά φανήτε έτσι μικρόψυχοι και νά πιστέψετε πώς μπορούσαμε νά πάμε με τον Πέρση; Δεν ξέρετε τάχα το φρόνημα των Αθηναίων, πώς ούτε της γης όλης το χρυσάφι δεν μπορεί νά τούς κάνη νά παραστρατήσουν ; Εμείς

το ξέρουμε πώς όλοι οί "Ελληνες είμαστε αδέρφια. Έχουμε το Ιδιο αίμα, τήν ϊδια γλώσσα, στούς ίδιους θεούς πιστεύουμε κι έχουμε τις ίδιες συνήθειες. Πώς μπορούμε νά γίνουμε προδότες; Κι ένας μονάχος Αθηναίος αν απομείνη, βάλτε το καλά στο νου σας, σύμμαχος τού Ξέρξη δε γίνεται.
»Σάς ευχαριστούμε άπο καρδιάς, σύμμαχοι μας τού Μοριά, γιά τήν καλοσύνη σας νά θρέψετε τά γυναικόπαιδα μας, εσείς πού δεν πάθατε άπ' τον πόλεμο.
Μά έμεις πήραμε τήν άπόφασή μας νά τά βολέψουμε μόνοι μας και νά μή γίνουμε βάρος σέ κανένα.
»Μά πρέπει τούτο μόνο νά βάλετε καλά στο νού σας.
Μας περιμένει καινούργιος πάλι πόλεμος. Κι αυτή τή φορά δε μπορείτε νά κάτσετε πάλι κλεισμένοι στο Μοριά, αφήνοντας νά καταστρέφωνται των συμμάχων σας οί πόλεις. Αυτό δέν μπορεί νά ξαναγίνη αν θέλετε νάμαστε σύμμαχοι. Προτού, λοπόν, προχωρήση δεύτερη φορά στήν Αττική ό Μαρδόνιος, πρέπει μιά ώρα αρχύτερα νά συγκεντρωθούμε όλοι μαζί στή Βοιωτία και νά τού στήσουμε καρτέρι».

 
  Εχει πιά καλοκαιριάσει. Είναι Ιούλιος τον 479 προ Χριστού. Οί Αθηναίοι περιμένουν με άγωνία τούς Σπαρτιάτες και τον άλλο στρατό άπ' το Μοριά. Δέ φαίνονται όμως νάρχωνται. Αργούν πολύ. Φοβούνται οί Αθηναίοι πώς οί Πέρσες θά μπούν και πάλι στήν Αττική. Φεύγουν, λοιπόν, γιά δεύτερη φορά στή Σαλαμίνα και τ' άλλα νησιά κι άφήνουν τήν πόλη τους έρημη πάλι. Δέν είχαν άδικο. Πραγματικά, ό Μαρδόνιος μπήκε πάλι στήν 'Αττική και στήν Αθήνα και κατάστρεψε ό,τ ι είχε απομείνει. Οταν έμαθε όμως οτι επιτέλους έρχεται ό έλληνικός στρατός, τότε άφησε τήν Αττική και πέρασε με το στρατό του στή Βοιωτία. Η σπουδαιότερη δύναμη των Περσών ήταν το ιππικό τους, και το ιππικό χρειάζεται πλατύ κάμπο γιά νά δώση μάχη με καλό αποτέλεσμα. Τέτοιοι κάμποι βρίσκονται στή Βοιωτία κι όχι στήν 'Αττική. Έκτος άπ' αυτό, ή Θήβα και οί περισσότερες πόλεις της Βοιωτίας, από παλιά έχθρα προς τούς Αθηναίους, είχαν πάει με το μέρος των Περσών. Ετσι, ό Μαρδόνιος ένιωθε περισσότερη σιγουριά στή Βοιωτία.
  Οί Πέρσες στρατοπεδέψανε στον κάμπο, κοντά στο μικρό ποταμό Ασωπό. Απέναντι τους είχανε το όρος Κιθαιρώνα. Οί Ελληνες ερχόντουσαν άπ' τή Μεγαρίδα γιά νά μπούν στή Βοιωτία, ό δρόμος τούς έφερνε νά διαβούν άπ' τον Κιθαιρώνα, τους περίμεναν, λοιπόν, εκεί οί Πέρσες γιά νά μην τους αφήσουν νά προχωρήσονν βαθιά στή Βοιωτία. Εφτιαξαν μάλιστα κι ένα μεγάλο ξύλινο κάστρο πιο πίσω, σχεδόν καταμεσής τον κάμπον, νά τόχονν γιά ώρα ανάγκης. Στά πόδια τον Κιθαιρώνα είναι
οι Πλαταιές. Ητανε όμορφη πόλη, μά οί Πέρσες τήν έχουν καταστρέψει. Γιατί αύτη και οι Θεσπιές, ήταν οι μόνες πόλεις της Βοιωτίας πού δεν είχαν πάει με τό μέρος τών Περσών, αλλά τούς πολεμούσαν, στο πλευρό τών άλλων Ελλήνων.
 
Τρακόσες χιλιάδες οι Πέρσες. Χωριστά οι Θηβαίοι κι οι άλλοι πού είχαν πάει μαζί τονς γιά νά χτυπήσουν τ’ αδέρφια τονς. Ολοι οι "Ελληνες μαζί δεν ήταν απάνω άπό εκατό χιλιάδες. Αρχηγός τονς ό βασιλιάς της Σπάρτης, ο Παυσανίας. Στρατηγός

τών Αθηναίων, ό Αριστείδης.
  Οι Ελληνες πιάσανε τά ριζά του Κιθαιρώνα και δεν κατέβαιναν στον κάμπο, γιά νά μήν έχουν τήν ενόχληση του ιππικού. Μόνον οι Μεγαρίτες είχαν κατεβή πιο κάτω στήν πεδιάδα, προφυλακή. Ο Μαρδόνιος δεν ήθελε νά τούς άφήση νά ξανασάνουν κι απόλυσε ευθύς τό ιππικό καταπάνω τονς.
  Οι Μεγαρίτες πολέμησαν παλικαρίσια μά ή θέση τους ήταν δύσκολη και ζήτησαν βοήθεια άπό τούς Αθηναίους. Τρακόσοι διαλεγμένοι Αθηναίοι τοξότες, μαστόροι στο σημάδι, πού δεν τούς ξέφευγε σαϊτιά, έτρεξαν νά βοηθήσουν. Ανοίχτηκαν μακριά ο ένας άπ’ τον άλλο κι άρχισαν νά σημαδεύουν άλογα και καβαλαραίους. Νάσου τώρα ίνα περίφημο άλογο μ’ ολόχρυσα χάμουρα και πλουμισμένη σαγή. Καμαρωτό σά νύφη, κάποιος άρχοντας βέβαια τό καβαλάει. Μά ένα φαρμακερό βέλος καρφώνεται στήν κοιλιά τον κι ο πόνος τό θερίζει. Σηκώνεται τό περήφανο άλογο στά πισινά τον και πάρτον κάτω τον καβαλάρη του! Χιμάνε καταπάνω τον οι "Ελληνες και τον άποτελειώνονν στις κονταριές. Δεν ήταν κανένας παρακατιανός· ήταν ο Μασίστιος, μεγάλος άρχοντας κι άρχηγός τον ιππικού τών Περσών. Μόλις είδαν οι Ασιάτες οτι χάσανε τον άρχηγό τονς, τούς έπιασε τρόμος. Σά νά χάσανε τή δύναμή τονς και τή θέληση
όλη. Γυρίζουν τ’ άλογα και παίρνουν δρόμο ! Δεν τό χωράει νους ανθρώπου αύτό πού γίνεται: οι πεζοί κυνηγάνε τούς καβαλαραίους.
  Πενθούν με θρήνους οι Πέρσες τό χαμό του Μασίστιου και κουρεύουν τά μαλλιά τους. Κουρεύουν και τις χαίτες τών άλογων τους. ΟΙ άρχηγοί άρχίζουν ν’ άνησυχούν. Εχουν κακά προαισθήματα. Μερικοί προτείνουν νά σηκωθούν νά φύγουν και νά κλειστούν στο κάστρο της Θήβας. Ό Μαρδόνιος όμως επιμένει νά πολεμήσουν εκεί. Τον τραβούσε τό ριζικό του.
  Τό ελληνικό στράτευμα αλλάζει θέση και πηγαίνει λίγο δυτικότερα. Ό στρατός έχει ανάγκη από νερό και μόνον εκεί βρίσκεται κατάλληλη πηγή. Ή παράταξη ολοκληρώνεται. Οι Σπαρτιάτες έχουν τό δεξιό «κέρας», οι Αθηναίοι τ’ άριστερό. Στή μέση οι άλλοι Ελληνες.
  Οι Σπαρτιάτες έχουν απέναντι τους τούς Πέρσες, οι Αθηναίοι τούς Θηβαίους, άνάμεσά τους τό μικρό ποτάμι, ό Ασωπός. Σκέπτονται οι Σπαρτιάτες οτι καλύτερα θάτανε απέναντι τών Περσών νά βρίσκωνται οι Αθηναίοι, ξαναειχαν πολεμήσει μαζί στο Μαραθώνα και ξέρουν πώς πολεμούν. Αλλάζουν θέση. Ό Μαρδόνιος όμως αλλάζει κι αυτός θέσεις. Δε θέλει με κανένα τρόπο οι Πέρσες νάχουν απέναντι τους τούς  Αθηναίους. Τότε οι Ελληνες ξαναλλάζουν πάλι. Κι ό Μαρδόνιος κάνει τό ίδιο.
  Στή θέση αυτή, ό ένας απέναντι στον άλλο, μένουν δέκα ολόκληρες μέρες, χωρίς νά γίνεται μάχη. Οι θυσίες πού γινόντουσαν δεν ήταν ευνοϊκές ούτε γιά τό ένα μέρος ούτε γιά τό άλλο. Και οι χρησμοί λέγανε πώς θά μετανιώση όποιος πρώτος κάμη επίθεση και διαβή τό ποτάμι. Ή απραξία φέρνει εκνευρισμό. Επειτα οι Πέρσες καταφέρανε νά χώσουν τήν πηγή πού πίνανε νερό οι Ελληνες, κι αυτό τούς δυσκόλεψε πολύ. 
  Τήν τελευταία μέρα, κατά τά ξημερώματα, γίνονται καινούργιες μετακινήσεις πάλι τών Ελλήνων. Τό κέντρο ανεβαίνει πιο ψηλά στούς λόφους. Οι Σπαρτιάτες έπρεπε νά μετακινηθούν γιά νά κρατήσουν τήν επαφή. Ο Μαρδόνιος βλέπει αυτές τις μετακινήσεις προς τά πίσω και νομίζει οτι οι Ελληνες φοβήθηκαν νά δώσουν μάχη και φεύγουν. Τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε. Και μήν άκούοντας τούς χρησμούς, διατάζει τό στρατό του νά περάση τό ποτάμι και νά επιτεθή.
  Τό κακό είναι οτι ή επίθεση βρήκε τούς Ελληνες χωρισμένους γιατί δεν είχαν προφτάσει νά πάρουν τις νέες θέσεις. Οι Αθηναίοι μάλιστα ήταν πολύ άπομονωμένοι. Αλλά οι Πέρσες, νομίζοντας πώς οι Ελληνες φεύγουν, έκαναν τήν έπίθεσή τους με πολλή αταξία, σάν μπουλούκια. Κατά τών Σπαρτιατών ρίχτηκαν πρώτα οι Πέρσες και καθώς ήταν πολλοί, σχεδόν τούς περικύκλωσαν. Δεν τολμούσαν όμως νάρθουνε στά χέρια μαζί τους. Κάθισαν σε άρκετή άπόσταση και τοποθετήθηκαν πυκνά, ό ένας πολύ κοντά στον άλλο. Τότε πρόβαλαν μπροστά τους τις πελώριες ασπίδες τους και σχημάτισαν ένα κινητό φράχτη. Ετσι, πίσω απ’ αύτόν, άλλοι Πέρσες μπορούσαν νά τοξεύουν τούς Σπαρτιάτες.
  Η θέση τους ήταν δύσκολη πολύ και ζήτησαν τή βοήθεια τών Αθηναίων. Ξεκινούν εκείνοι, αλλά τούς αναγκάζουν νά καρφωθούν έκει και νά πολεμήσουν.
  Οι Σπαρτιάτες αποφάσιζαν νά κάνουν έφοδο. Προχωρούν καταπάνω στούς Πέρσες και κατορθώνουν νά διασπάσουν τό φράχτη τών ασπίδων και ν’ άχρηστέψουν τους τοξότες. Αρχισε τότε ένας πεισματικός αγώνας σώμα με σώμα, οπού ένας Σπαρτιάτης άξιζε γιά δέκα Πέρσες. Τούς έκαμαν μεγάλο χαλασμό. Τότε μπαίνει στή μάχη ό ίδιος ό Μαρδόνιος μέ τήν προσωπική του φρουρά άπο χίλιους διαλεχτούς Πέρσες. Ηθελε νά προλάβη τήν οριστική υποχώρηση, πού θά ήταν καταστροφή. Ό Μαρδόνιος πολεμάει καβάλα στο άσπρο του άλογο και ξεχωρίζει άπ' όλους. Ενας Σπαρτιάτης παρακολουθεί τις κινήσεις του και μετράει μέ το μάτι του τήν άπόσταση. Ξεζώνεται τή σφεντόνα του, βάζει ενα γερό κομμάτι μολύβι και το σφεντονίζει μέ δύναμη. Τον πετυχαίνει κατακέφαλα και τον άναποδογυρίζει άπο το άλογο. Ό Μαρδόνιος ξεψυχάει σέ λίγο και οί Πέρσες μαρμαρώνουν στον τόπο.

   Τώρα αρχίζει το άνελέητο κυνηγητό. Ολο έκεινο τό πλήθος του εχθρικού στρατού γυρίζει πίσω. Το βάζει στά πόδια. διαλύεται, φεύγει. Η μόνη ελπίδα πού τούς άπομένει είναι τό ξύλινο κάστρο πού είχαν φτιάξει απο πριν. Τρέχουν και κλείνονται έκεϊ μέσα, όχι γιατί πίστευαν πώς θά σωθούν, άλλά γιατί δέν ήξεραν πού νά πάνε. "Ενα σώμα όμως, καμιά σαρανταριά χιλιάδες, μέ τον άρχηγό τους, δέν μπαίνουν ούτε στο κάστρο. Ξεκόβουν κατά πάνω έντρομοι και βιάζονται νά ξεφύγουν μακριά άπ' τήν Ελλάδα. Ό Θεός ξέρει πόσοι πρόφτασαν νά ξαναδούνε τις πατρίδες τους.
  Οί Σπαρτιάτες φτάνουν στο ξύλινο κάστρο και τό πολιορκούν. Σέ λίγο φτάνουν κι οί Αθηναίοι πού είχαν νικήσει και διαλύσει τούς Θηβαίους. Ολοι οί Ελληνες τώρα, μαζί, κάνουν επίθεση στο ξύλινο κάστρο και τό κουρσεύουν. Ενας απέραντος θρήνος
γεμίζει τον αέρα και περσικό αίμα ποτίζει κι αυλακώνει τό καρπερό χώμα της Βοιωτίας.
  Απ' τις τρακόσες χιλιάδες πού είχε αφήσει ό Ξέρξης στο Μαρδόνιο, μόνο τρεις χιλιάδες μπόρεσαν νά σωθούν, απο κείνους πού είχαν κλειστή στο κάστρο.
Κι εκείνοι πού έφυγαν χωρίς νά μπούν καθόλου στο κάστρο. Οί άλλοι έμειναν γιά πάντα νεκροί στά χώματα πού είχαν έρθει νά κατακτήσουν. Κι ό αρχηγός τους μαζί. Αυτό ήταν τό τέλος.  Η τέλεια νίκη.
  Πρώτο καθήκον των νικητών ήταν νά τιμήσουν και νά θάψουν τούς ένδοξους νεκρούς τους. Κάθε πολιτεία έθαψε σέ ξεχωριστό τάφο τούς δικούς της.

Επειτα άποφάσισαν νά ξαναχτιστή ή πόλη τών Πλαταιών και κήρυξαν τήν περιοχή της ιερή και απαραβίαστη.
Πολλές ήμέρες χρειάστηκαν γιά νά μαζέψουν τά πλούσια λάφυρα. Γιατί οί Πέρσες είχαν κουβαλήσει μαζί τους άπειρα πράματα. Χρυσές κι άσημένιες σκηνές, επίχρυσα κρεβάτια γιά τούς άρχόντους, χρυσοστόλιστα όπλα, χρυσές κούπες γιά τό πιοτό, βραχιόλια και δαχτυλίδια και περιδέραια, περικεφαλαίες και περσικές τιάρες κι ό,τι δέ βάζει ό νούς άνθρώπου. Από τά λάφυρα ένα μεγάλο μέρος τό άφιερώσανε στούς θεούς και στά μεγάλα τους ιερά. Τ' άλλα τά μοιράστηκαν μεταξύ τους.
  Στούς Δελφούς άφιέρωσαν έναν μεγάλο χρυσό τρίποδα. Ηταν στημένος σέ μιά χάλκινη κολόνα που τήν αποτελούσαν τά σώματα τριών πελώριων φιδιών πού ήταν πλεγμένα τό ενα μέ τ' άλλο. 'Απάνω έξέχανε τά κεφάλια τών φιδιών και πάνω σ' αυτά πατούσε ό χρυσός τρίποδας. Πάνω στά σώματα τών φιδιών είχαν χαράξει τά ονόματα όλων τών ελληνικών πόλεων πού είχαν πολεμήσει τούς Πέρσες. Στήν πρώτη σειρά τά ονόματα της Σπάρτης, της Αθήνας και τής Κορίνθου. Υπάρχει ακόμα ώς τά σήμερα αυτό τό άφιέρωμα. Οχι όμως στούς Δελφούς πιά. Κάποτε τό μεταφέρανε, και σήμερα βρίσκεται στήν Κωνσταντινούπολη.
  Οταν ό Παυσανίας μπήκε στις σκηνές τού Μαρδόνιου και είδε τά πλούτη και τό άπέραντο νοικοκυριό πού είχε κουβαλήσει μαζί του, τά χρυσά τραπέζια και τά χρυσά κρεβάτια, όπου έτρωγαν ξαπλωμένοι φώναξε τούς Πέρσες μαγείρους και τούς πρόσταξε
νά ετοιμάσουν ένα δείπνο σάν κι αυτό πού έτοιμαζαν στον αφέντη τους. Επειτα φώναξε τούς δικούς του υπηρέτες και τούς είπε νά ετοιμάσουν στο ίδιο μέρος, ένα σπαρτιατικό δείπνο, σάν κι αυτό πού του έτοίμαζαν καθε μέρα. Τό ένα ήταν πολυτελέστατο και δέν υπήρχε λιχουδιά πού νά λείπη. Τ' άλλο ήταν φτωχικό, λίγο μαυροζούμι και χόρτα.

Φώναξε τότε ο Παυσανίας όλους τούς έλληνες στρατηγούς :
— Κοιτάχτε, τούς είπε, πώς ζούσαν αυτοί οί άνθρωποι και πώς κάνανε τον πόλεμο. Και θαυμάστε τήν κουταμάρα τους : ενώ είχαν όλα τ' άγαθά τού κόσμου, ξεσηκώθηκαν κι ήρθαν άπο τήν 'Ασία γιά νά πάρουν άπο μας τούτο τό φτωχικό μας φαγάκι!
  Οταν ξεκουράστηκαν λίγες μέρες οί "Ελληνες, είπαν νά γυρίσουν. Είχαν όμως άκόμα κάτι νά κάμουν και αποφάσισαν νά τό κάνουν δλοι μαζί. Τράβηξαν, λοιπόν, στή Θήβα και τιμώρησαν σκληρά εκείνους τούς κακούς Ελληνες πού είχαν βοηθήσει τούς εχθρούς.

Κάπου είκοσι μέρες κράτησε αυτή ή υπόθεση. Επειτα χωρίστηκαν άδελφωμένοι και καθένας πήρε τό δρόμο γιά τήν πατρίδα του.